Mία φορά κι έναν καιρό, κάπου στη μακρινή Αραβία, σε ένα καραβάνι, ζούσε η Μύλα, μία μικρή καμήλα. Από την ώρα που γεννήθηκε θαύμαζε πάρα πολύ τα άλογα του καραβανιού για την ομορφιά τους, την κορμοστασιά τους...
Mία φορά κι έναν καιρό, κάπου στη μακρινή Αραβία, σε ένα καραβάνι, ζούσε η Μύλα, μία μικρή καμήλα. Από την ώρα που γεννήθηκε θαύμαζε πάρα πολύ τα άλογα του καραβανιού για την ομορφιά τους, την κορμοστασιά τους…
Kάποια μέρα, ένα από αυτά, θέλοντας να αστειευτεί της είπε: «Καλή μου Μύλα, μπορεί η εμφάνισή σου να είναι καμήλας, αλλά η ψυχή σου είναι αλόγου». Αυτό ήταν. Από τότε, κόλλησαν στο μυαλό της αυτές οι λέξεις, και πίστεψε βαθιά μέσα της...
Kάποια μέρα, ένα από αυτά, θέλοντας να αστειευτεί της είπε: «Καλή μου Μύλα, μπορεί η εμφάνισή σου να είναι καμήλας, αλλά η ψυχή σου είναι αλόγου». Αυτό ήταν. Από τότε, κόλλησαν στο μυαλό της αυτές οι λέξεις, και πίστεψε βαθιά μέσα της…
Στο τέλος, άρχισαν και εκείνες να την κοροϊδεύουν. Αυτή όμως, σαν «περήφανο άτι» που ένιωθε, δεν ενοχλούταν καθόλου από τις κοροϊδίες τους, και σκεφτόταν μέσα της πως οι κακόμοιρες, δεν μπορούν να καταλάβουν πως αυτή...
Στο τέλος, άρχισαν και εκείνες να την κοροϊδεύουν. Αυτή όμως, σαν «περήφανο άτι» που ένιωθε, δεν ενοχλούταν καθόλου από τις κοροϊδίες τους, και σκεφτόταν μέσα της πως οι κακόμοιρες, δεν μπορούν να καταλάβουν πως αυτή…

 

Οι δυνάμεις τους, ωστόσο, άρχισαν να τα εγκαταλείπουν, και σκέφτονταν πως δεν θα τα κατάφερναν, όσο κι αν επέμενε η Μύλα, και ότι ίσως έπρεπε να γυρίσουν πίσω. Ήταν όμως πια αργά...
Οι δυνάμεις τους, ωστόσο, άρχισαν να τα εγκαταλείπουν, και σκέφτονταν πως δεν θα τα κατάφερναν, όσο κι αν επέμενε η Μύλα, και ότι ίσως έπρεπε να γυρίσουν πίσω. Ήταν όμως πια αργά…
Ένα πρωί που είχαν περάσει πια τα όρια της αντοχής τους, αποφάσισαν να σταματήσουν την προσπάθεια τους και να μείνουν εκεί που βρίσκονταν, περιμένοντας το τέλος τους. -Μύλα, φύγε εσύ...
Ένα πρωί που είχαν περάσει πια τα όρια της αντοχής τους, αποφάσισαν να σταματήσουν την προσπάθεια τους και να μείνουν εκεί που βρίσκονταν, περιμένοντας το τέλος τους.
-Μύλα, φύγε εσύ…
Ο χαμαιλέοντας μην αντέχοντας να ακούει άλλο τα παραμιλητά και τα κλάματα της Μύλα, αποφάσισε να αποκαλυφθεί από την κρυψώνα του. Ανέβηκε αργά-αργά προς το κεφάλι της Μύλα, κι όταν έφτασε κοντά στο αφτί της, της σιγομίλησε...
Ο χαμαιλέοντας μην αντέχοντας να ακούει άλλο τα παραμιλητά και τα κλάματα της Μύλα, αποφάσισε να αποκαλυφθεί από την κρυψώνα του. Ανέβηκε αργά-αργά προς το κεφάλι της Μύλα, κι όταν έφτασε κοντά στο αφτί της, της σιγομίλησε…

 

-Εγώ έσωσα εσένα; Ναι, αλλά τους φίλους μου τα άλογα, την αγαπημένη μου οικογένεια, τους καταδίκασα σε θάνατο, το ξέρεις; Πως θα ζήσω πια με αυτή την ενοχή; -Μην απελπίζεσαι καλή μου Μύλα!
-Εγώ έσωσα εσένα; Ναι, αλλά τους φίλους μου τα άλογα, την αγαπημένη μου οικογένεια, τους καταδίκασα σε θάνατο, το ξέρεις; Πως θα ζήσω πια με αυτή την ενοχή; -Μην απελπίζεσαι καλή μου Μύλα!
Έτσι είπε και κοιτώντας καλά προς την κατεύθυνση που το ένστικτο της καμήλας την οδηγούσε, είδε να εξέχουν ελάχιστα κάτι πράσινα πραγματάκια, σαν φύλλα δέντρων. Τότε αναφώνησε με απερίγραπτη χαρά: -Ζήτω! Το βρήκα Λέων, το βρήκα!
Έτσι είπε και κοιτώντας καλά προς την κατεύθυνση που το ένστικτο της καμήλας την οδηγούσε, είδε να εξέχουν ελάχιστα κάτι πράσινα πραγματάκια, σαν φύλλα δέντρων. Τότε αναφώνησε με απερίγραπτη χαρά:
-Ζήτω! Το βρήκα Λέων, το βρήκα!
Μέχρι το βραδάκι, είχαν σχεδόν φτάσει εκεί που είχε αφήσει τελευταία φορά τα άλογα. Η αγωνία της ήταν τεράστια! -Λες να τους προλάβουμε Λέων; -Προχώρα Μύλα. Κοντεύουμε, προχώρα…έλεγε τραυλίζοντας ο Λέων από την ανυπομονησία του...
Μέχρι το βραδάκι, είχαν σχεδόν φτάσει εκεί που είχε αφήσει τελευταία φορά τα άλογα.
Η αγωνία της ήταν τεράστια!
-Λες να τους προλάβουμε Λέων;
-Προχώρα Μύλα. Κοντεύουμε, προχώρα…έλεγε τραυλίζοντας ο Λέων από την ανυπομονησία του…

 

-Μύλα... τι κάνεις εδώ; Γιατί δεν έφυγες κουτή να σωθείς; -Φίλοι μου αγαπημένοι, σηκωθείτε γρήγορα. Σωθήκαμε! Βρήκα νερό...αναφώνησε πανευτυχής η Μύλα, και τα ταλαιπωρημένα άλογα, με τις ελάχιστες δυνάμεις που τους είχαν απομείνει, αλλά με τη δροσιά της νύχτας να τα βοηθά...
-Μύλα… τι κάνεις εδώ; Γιατί δεν έφυγες κουτή να σωθείς; -Φίλοι μου αγαπημένοι, σηκωθείτε γρήγορα. Σωθήκαμε! Βρήκα νερό…αναφώνησε πανευτυχής η Μύλα, και τα ταλαιπωρημένα άλογα, με τις ελάχιστες δυνάμεις που τους είχαν απομείνει, αλλά με τη δροσιά της νύχτας να τα βοηθά…
Η επόμενη ανατολή του καυτού ήλιου, τα βρήκε πια μέσα στη σωτήρια όαση, ξεδιψασμένα, κάτω από την σκιά των δέντρων, έχοντας χορτάσει την πείνα τους βόσκοντας το τρυφερό χορταράκι που τριγύριζε την μικρή λιμνούλα. Τότε...
Η επόμενη ανατολή του καυτού ήλιου, τα βρήκε πια μέσα στη σωτήρια όαση, ξεδιψασμένα, κάτω από την σκιά των δέντρων, έχοντας χορτάσει την πείνα τους βόσκοντας το τρυφερό χορταράκι που τριγύριζε την μικρή λιμνούλα. Τότε…
-Κοίτα Μύλα, εκεί στο βάθος... βλέπεις; Η Μύλα, έβαλε τα δυνατά της να δει προς τη κατεύθυνση που της έδειχνε ο μικρός χαμαιλέοντας. Τότε, ένα χαμόγελο άρχισε να διαγράφεται στο ταλαιπωρημένο προσωπάκι της...
-Κοίτα Μύλα, εκεί στο βάθος… βλέπεις;
Η Μύλα, έβαλε τα δυνατά της να δει προς τη κατεύθυνση που της έδειχνε ο μικρός χαμαιλέοντας. Τότε, ένα χαμόγελο άρχισε να διαγράφεται στο ταλαιπωρημένο προσωπάκι της…

 

Με απίστευτη χαρά, η Μύλα κατέβηκε τον αμμόλοφο και ανακοίνωσε το ευτυχές γεγονός στους καλούς της φίλους τα άλογα, που αυτά, αμέσως σηκώθηκαν ζητωκραυγάζοντας με αμέτρητη χαρά: «Ζήτω η Μύλα! Ζήτω ο Λέων!».
Με απίστευτη χαρά, η Μύλα κατέβηκε τον αμμόλοφο και ανακοίνωσε το ευτυχές γεγονός στους καλούς της φίλους τα άλογα, που αυτά, αμέσως σηκώθηκαν ζητωκραυγάζοντας με αμέτρητη χαρά: «Ζήτω η Μύλα! Ζήτω ο Λέων!».